- εὐωδιάζουσα
- εὐωδιάζωhave a sweet savourpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐωδιαζούσας — εὐωδιαζούσᾱς , εὐωδιάζω have a sweet savour pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) εὐωδιαζούσᾱς , εὐωδιάζω have a sweet savour pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαπνέω — ΜΑ 1. δροσίζω ή ανακουφίζω προηγουμένως με πνοή 2. μτφ. εμπνέω, παρακινώ προηγουμένως («προδιαπνέει θεία Σύλληψις, εὐωδιάζουσα χάριτι τοὺς προεορτάζοντας ταύτην», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαπνέω «πνέω, αναπνέω, φυσώ»] … Dictionary of Greek